Ο πύργος η μεζονέτα της η συλλογή των παιχνιδιών της θέα ο κάμπος οι ελιές η καλλιεργημένη αλόη φύλακας ο συναγερμός παχύ σκυλί ο “Ρόνι” στην άκρη του ορίζοντα ο οίκος ευγηρίας. [Άγγελος Ερατεινός] *photo: The Soul’s Prison House_Evelyn de Morgan {1880-1888^Pre-Raphaelite Brotherhood}
μεγάλωνα τεθλασμένη έπρεπε να είμαι έξυπνη έπρεπε να είμαι όμορφη έπρεπε να είμαι αξιοπρεπής έπρεπε να είμαι εργατική έπρεπε να δίνω έπρεπε να είμαι χρήσιμη έπρεπε να προσπαθώ έπρεπε να νιώθω σίγουρη έπρεπε να σιωπώ για όσα βράζανε και μεγάλωνα έπρεπε ωστόσο να διαδηλώνω έπρεπε να διεκδικώ έπρεπε να φταίω δεν ήταν απαραίτητο να είμαι χαρούμενη δεν ήταν συνετό να είμαι ξεκούραστη δεν ήταν σώφρον να είμαι χαλαρή δεν ήταν σωστό να είμαι αφηρημένη δεν ήταν δυνατό να είμαι ζωντανή κι ύστερα λίγο πριν γίνω ισοηλεκτρική γραμμή άρχισα να μικραίνω μέχρι που χώρεσα στο μαύρο των ματιών σου κι έχασα ό,τι είχα -αλλά αυτό ήταν το λιγότερο- έχασα ό,τι νόμιζα ό,τι είχα κι ύστερα άρχισα να μεγαλώνω πάλι αλλά αυτή τη φορά να γερνάω κιόλας.
Περνά το δειλινό δίπλα στα κύματα. Στο ανθισμένο του καράβι σκαρφαλώνεις μικρό κρινάκι εσύ και χώνεσαι μες τα άλλα που έχει φορτωμένα στο κατάστρωμα. Απλώνεις τα μαλλιά να τα στεγνώσει ο άνεμος που πλέκει με τα ίδια του τα χέρια ένα κρεββάτι από φως θαλασσινό καθάριο τρυφερό σαν την αγάπη και ψιθυρίζει παραμύθια εξωτικά να κοιμηθείς αγκαλιασμένο με άστρα που έρχονται απ’το ναό του έρωτα με τις πολύχρωμες θαλάσσιες πεταλούδες να σε σκεπάζουνε τη νύχτα. Την άλλη μέρα το ένα πίσω από το άλλο τρεχαντήρι θα αλλάζει πλεύση για να βρει σε ποιόν απόμερο ορμίσκο ξημερώματα φουντάρισες την ασημένια άγκυρα του οίστρου σου να έρθει και να καταθέσει στο κατώφλι σου ξέχειλους αμφορείς λατρείας.
Αντώνης Λάρδας Astarte Syriaca [1877] – Dante Gabriel Rossetti^
Ο Ιούλιος ορμά με καυτές ακτίνες. Στο απέραντο γαλάζιο αναδύεται, ένα ελληνικό καλοκαίρι. Το καλοκαίρι μια πανδαισία χρωμάτων κι η ψυχή φωτεινή παρόρμηση σε γνωστά λημέρια καυτής άμμου, περιμένοντας την απόγεια αύρα του απόβραδου στη ρημαγμένη ακτή. Το καλοκαίρι είναι χορός των κυμάτων που λικνίζονται με χάρη στην ορμή της νιότης, η ζωή σε ζωντανό διάλογο επιβίωσης. Το καλοκαίρι είναι μουσική αγγέλων που αναγαλλιάζει το είναι μου, όταν χαράζει το ξημέρωμα του κόσμου.
Η ματιά μου, ένα παράθυρο σε μια φθαρμένη σίτα , μικρομεσαίες κεραίες και ολόγυρα μπαλκόνια μισά , άνθρωποι μισοί, κρεμασμένοι σε παραμορφωμένες εναλλαγές ενός ίδιου τοπίου , σε ένα τόπο που φοβήθηκε να υπάρξει, που φοβήθηκε να λύσει εκείνο το ακανόνιστο σταυρόλεξο του αγωνίζομαι για ένα καλύτερο κόσμο, που φοβήθηκε να ζήσει, για να ζήσει στο παρόν. Κρεμιέται λοιπόν σαν φθαρμένη σημαία στα κάγκελα του ανόργανου κόσμο του, παρασυρμένος από την θλίψη. Σαστίζει στις πρώτες ψιχάλες και αμήχανα μαζεύει τα ρούχα που άπλωσε αποβραδίς, για να μην τον δουν Που κλαίει εκεί βαθιά, βουβά, ανάμεσα στα μουσκεμένα ρούχα και τα σπασμένα μανταλάκια που διαλαλούν την αγορά τους
Βασίλης Παχουνδάκης *photo: Hangin on metal print_Scott Norris
Δύο ποιήματα 3 Στο στήθος μου κελαϊδούνε τα φιλιά σου την ώρα που ξυπνούνε τα πουλιά. Ξαφνιάζονται από αυτή τη μουσική τσιμπολογούν από τη ζήλια τους τις τρυφερές του ήλιου πρωταχτίνες κι ύστερα αρχίζουν τα τραγούδια τους. Ανοίγει η φύση τα ματόκλαδα και χαίρεται απ το μεθυστικό κελαϊδισμά τους. Δεν ξέρει πως κι αυτά σε αντιγράφουν. 49 Κρατώ τα χέρια σου στα χέρια μου. Έχω την αίσθηση πως συγκρατώ τον άξονα της γης μη χάσει μοίρα αν και για μένα είναι πιο πολύτιμα αυτά τα αηδονάκια μες τις φούχτες μου από τη γη τις μοίρες της από μεσημβρινούς και παραλλήλους.
[Αντώνης Λάρδας_από την συλλογή «Ρανίδες Χρόνου»] *photo: Paul Gaugin_The seed of the Areoi^1892
Με μια ανάσα· με μια κοφτή ανάσα θ’ αναπνεύσω θάλασσα, ήλιο κι ουρανό. Με μια ανάσα· με μια κοφτή ανάσα θ’ αναπνεύσω εδώ, αυτόν τον μήνα -τον Αύγουστο.
Όταν τη βρω, θα την αγκαλιάσω σφικτά. Θα πιαστώ απ’ αυτή και θα αφεθώ. Τη ψάχνω από έρωτα. Φανερά την ημέρα, με μάτια ανοικτά, κρυφά στο σκοτάδι, με μάτια κλειστά. Μουδιάζω στην ιδέα ότι τη χάνω. Ρωτάω αγνώστους πού θα τη βρω. Τη ψάχνω από έρωτα. Μέσα στο μπλε μιας άγριας θάλασσας, μες τη σιωπή ενός φεγγαριού• Κι αν ξαφνικά τη βρω σβηστή, θα της παραδωθώ στα τυφλά. Κι αν πάλι χαθώ μες τη δική μου φθορά, να την προσέχεις εσύ.